- αρτυμή
- η [αρτύνω]1. άρτυμα, καρύκευμα2. προσφάι3. όποιο φαγητό δεν είναι νηστήσιμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρτύω — (Α ἀρτύω και ἀρτύνω) (νεοελλ. και αρτύζω και αρταίνω και αρτεύω) καρυκεύω το φαγητό νεοελλ. δίνω σε κάποιον που νηστεύει φαγητό που δεν είναι νηστήσιμο αρχ. 1. ετοιμάζω, τακτοποιώ 2. σχεδιάζω κάτι που απαιτεί επιδεξιότητα ή πανουργία 3. κληροδοτώ … Dictionary of Greek